Την «παγίδα» των τεκμηρίων μπορούν να αποφύγουν οι πολίτες, επικαλούμενοι εισοδήματα παρελθόντων ετών, αρκεί τα εισοδήματα αυτά να έχουν αποδεδειγμένα φορολογηθεί ή να έχουν απαλλαγεί νόμιμα από τον φόρο.
Τη δυνατότητα αυτήν των φορολογουμένων..., υπενθυμίζει το υπουργείο Οικονομικών, απαντώντας, με σχετική εγκύκλιό του, σε ερώτημα ενδιαφερόμενου.
Σύμφωνα με το απαντητικό έγγραφο του υπουργείου, το δικαίωμα στον φορολογούμενο να επικαλείται «ανάλωση κεφαλαίου» παρελθόντων ετών, παρέχει η φορολογική νομοθεσία και καθορίζεται ως εξής:
-Για εισοδήματα που αποκτώνται ή δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων που πραγματοποιούνται από την 1-1-2010 και μετά, η προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων καλύπτεται ή περιορίζεται μεταξύ άλλων, με «ανάλωση κεφαλαίου» προηγούμενων ετών, το οποίο αποδεδειγμένα έχει φορολογηθεί ή νόμιμα έχει απαλλαγεί από τον φόρο.
-Για τον προσδιορισμό του «κεφαλαίου» κάθε έτους, αθροίζονται τα πραγματικά εισοδήματα που έχουν φορολογηθεί ή νόμιμα απαλλαγεί από τον φόρο, τα χρηματικά ποσά που έχουν αποκτηθεί αλλά δεν θεωρούνται εισόδημα, τα χρηματικά ποσά που προέρχονται από την πώληση περιουσιακών στοιχείων, από την εισαγωγή χρηματικών κεφαλαίων από το εξωτερικό, από δάνεια, δωρεές, γονικές παροχές κ.λπ., καθώς και οποιοδήποτε άλλο ποσό, το οποίο αποδεδειγμένα έχει εισπραχθεί.
Από το άθροισμα όλων αυτών των ποσών εισοδημάτων και εσόδων, αφαιρούνται οι αντικειμενικές δαπάνες ή τεκμήρια διαβίωσης για κατοικίες, ΙΧ, σκάφη, πισίνες, υπηρετικό προσωπικό και δίδακτρα ιδιωτικών σχολείων, καθώς, επίσης, οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων, για δωρεές ή γονικές παροχές χρηματικών ποσών και για την αποπληρωμή δανείων. Το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση των παραπάνω δαπανών, είναι το «μη αναλωθέν κεφάλαιο» που μπορεί να επικαλεστεί ο φορολογούμενος.
Με τις ισχύουσες διατάξεις, δεν προβλέπεται χρονικός περιορισμός για την κάλυψη των τεκμηρίων με «ανάλωση κεφαλαίου». Συνεπώς, για την κάλυψη τεκμηρίων μπορεί να γίνει επίκληση «ανάλωσης κεφαλαίου» οσονδήποτε προηγούμενων ετών (δηλαδή 5, 10, 20, 25 ή ακόμη και 30 ετών), εφόσον βέβαια είναι δυνατό να διασταυρωθούν οι σχετικοί ισχυρισμοί του φορολογουμένου με τα στοιχεία που τηρούνται στις εφορίες.