Γράφει ο Γιώργος Δελαστίκ
Θυμηδία προκάλεσαν οι ισχυρισμοί του Β. Μεϊμαράκη ότι ενδεχόμενη παραίτησή του από το αξίωμα του προέδρου της Βουλής θα προκαλούσε… «αποσταθεροποίηση της χώρας». Το σοβαρό όμως είναι ότι όντως η Ελλάδα βρίσκεται σε φάση αποσταθεροποίησης του πολιτικού της συστήματος για λόγους πολύ σοβαρότερους.
Είναι η ασκούμενη μνημονιακή πολιτική κατ’ εντολήν της Γερμανίας, της ΕΕ και του ΔΝΤ που οδηγεί, τόσο στη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού όσο και στην απαξίωση όλων των θεσμών του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η μετατροπή της Βουλής σε μηχανισμό καταιγιστικής ψήφισης νόμων που εξαθλιώνουν οικονομικά και κοινωνικά τον πληθυσμό, έχει καταποντίσει στο ναδίρ το κύρος του Κοινοβουλίου. Μόνο κατά την περίοδο της Αποστασίας του 1965, όταν η δημοκρατία καταλυόταν σταδιακά μέσω της εξαγοράς των επίορκων βουλευτών της Ενωσης Κέντρου, υπήρχαν ανάλογα με σήμερα συναισθήματα περιφρόνησης και μίσους εκ μέρους του λαού εναντίον του κατ’ όνομα αντιπροσώπου του. Κάποιοι επιχαίρουν που οι κυβερνήσεις του Γ. Παπανδρέου, του Λ. Παπαδήμου και του Αντ. Σαμαρά ακολουθούν την ίδια αντιλαϊκή πολιτική. Θριαμβολογούν που το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ, η ΔΗΜΑΡ αποδεικνύονται φορείς της ίδιας ολέθριας γραμμής. Σφάλλουν. Δεν αντιλαμβάνονται επαρκώς ότι αυτό δεν οδηγεί τον κόσμο στο να πιστέψει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα αλλάξει τα πράγματα, αλλά στην εδραίωση της πεποίθησης ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν είναι πλέον σε θέση να δώσει φιλολαϊκές λύσεις. Αυτή είναι μία πολύ σημαντική εξέλιξη. Υπονομεύει τον ίδιο τον κοινοβουλευτισμό στη συνείδηση του λαού. Ελάχιστοι είναι πλέον αυτοί που θα ήταν διατεθειμένοι να τον υπερασπιστούν θυσιάζοντας ακόμη και τη ζωή τους, αν χρειαζόταν.
Οσο κι αν το συμπέρασμα σοκάρει, η ωμή αλήθεια είναι ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία του 2012 είναι ήδη αποσταθεροποιημένη εξαιτίας του Μνημονίου και ευάλωτη. Η δυνατότητα αντίστασής της υποσκάπτεται πλήρως από το γεγονός ότι η μνημονιακή πολιτική τινάζει στον αέρα και τις κοινωνικές συμμαχίες που διασφαλίζουν τη σταθερότητα του συστήματος και διευκόλυναν μέχρι τώρα και τη λαϊκή αποδοχή του πολιτικού συστήματος, παρά τη βαθύτατη σήψη του.
Αυτή η… «δημοκρατία της καθολικής εξαθλίωσης» σε διαρκώς και κατώτερο επίπεδο οδηγεί βεβαίως σε εχθρική στάση απέναντι στο σύστημα των μέχρι πρότινος ευνοημένων τμημάτων. Αυτό όμως δεν αντισταθμίζεται από κάποιου είδους ενσωμάτωση των μεσαίων και των κατώτερων στρατιών της μισθωτής εργασίας, γιατί αυτοί οι μισθωτοί εξαθλιώνονται οικονομικά εντελώς, οπότε δικαίως μόνο μίσος αισθάνονται απέναντι στην κυβέρνηση. Για την ώρα μοναδικό όπλο του συστήματος απομένει η καθυπόταξη των μισθωτών ακόμη και με τη χρήση βίας, όχι ο προσεταιρισμός τους. Η αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας πολιτικής όμως είναι συνήθως χρονικά περιορισμένη. Τα νέα μέτρα διαρρηγνύουν επίσης τις πολύ στενότερες και σταθερότερες σχέσεις του συστήματος με περίπου 800.000 ελεύθερους επαγγελματίες, οι οποίοι μέχρι τώρα αποτελούσαν τους πιστότερους συμμάχους.
Σαν να μην έφταναν αυτά, παρατηρούμε σύγκρουση της κυβέρνησης και με τα εξ ορισμού στηρίγματα του καθεστώτος -το δικαστικό σώμα, τον στρατό, τα σώματα ασφαλείας, τους καθηγητές των ΑΕΙ, το ανώτερο στρώμα των γιατρών. Οι Γερμανοί θέλουν να τους υποβαθμίσουν οικονομικά για να τους στοιχίσει λιγότερο η μετατροπή της χώρας μας, όπως και όλων των χωρών της Ευρώπης, σε επαρχία του Τέταρτου Ράιχ. Εχουν την πεποίθηση ότι οι δικαστές, οι στρατιωτικοί κ.λπ. θα αποδεχθούν την κατώτερη θέση τους μετά από μια φάση αρχικών διαμαρτυριών. Πιθανόν να αποδειχθεί ότι έχουν δίκιο, αλλά για την ώρα αυτή η αποδυνάμωση των δυναμικών στηριγμάτων του συστήματος το καθιστά σαφώς πιο ευάλωτο.