ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ Ο ΜΟΧΘΟΣ
Ανθηροστόμου αν-οσίου
Το υπεραστικό λεωφορείο παμπάλαιο, τριών χιλιάδων χρόνων-και βάλε, θα ΄λεγες. Σαράντα «Καθήμενοι» και έντεκα «Όρθιοι».
Αγκομαχάει στην ανηφόρα, γκαζώνει..., φρενάρει, χοροπηδάει. Σαράβαλο τ’ αμάξι κι ατζαμήδες οι εκάστοτε βαρδιάνοι οδηγοί του. «ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ», «ΜΗ ΒΛΑΣΦΗΜΕΙΤΕ», «ΑΠΑΓΟΡΕΥ ΕΤΑΙ ΤΟ ΠΤΥΕΙΝ». Ποιός να oμιλήσει, να βλασφημήσει και να φτύσει αφού οι ίδιοι οι επιβάτες προσέλαβαν αυτούς τους οδηγούς δια βίου.
Συντοπίτες οι οδηγοί, γεννήματα-θρέμματα της αλλοδαπής αλλά από ντόπια, μεγάλα αρχοντικά τζάκια. Απότομο φρενάρισμα. Πονόψυχος ο οδηγός σταματάει στην μέση του έρημου κάμπου κι ανεβάζει στο όχημα -τζαμπατζήδες- μια πολύχρωμη και πολυμελή οικογένεια πεζοπόρων. Εικοσιτρείς, τώρα, οι «Όρθιοι» -χώρια κάτι όρνιθες, μερικά κουνέλια και μια γίδα.