Γράφει ο Δημήτρης Καζάκης
Σαν να μην πέρασε ούτε ημέρα από την υπογραφή της πρώτης σύμβασης δανειακής διευκόλυνσης τον Μάιο του 2010 με βάση την οποία παραδόθηκε επίσημα «άνευ όρων και αμετάκλητα» η άσκηση της εθνικής κυριαρχίας στους δανειστές και στην τρόικα.
Σαν να μην πέρασε ούτε ημέρα από το πρώτο μνημόνιο.... και την επιβολή καθεστώτος κατοχής στην Ελλάδα. Σαν μην πέρασε ούτε ημέρα από την σχεδόν τρίχρονη τραγωδία που βιώνει ο λαό μας και κυρίως οι εργαζόμενοι. Σαν μην συνέβη λοιπόν απολύτως τίποτε οι πάλαι ποτέ «αντιμνημονιακές» δυνάμεις συγκεντρώθηκαν πρώτα στην βεγγέρα για την παρουσίαση του βιβλίου του κ. Κ. Μητσοτάκη και κατόπιν ο μέγας και πολύς «αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης» κ. Τσίπρας έκανε την περιβόητη εμφάνισή του στο Ίδρυμα Καραμανλής για να εκθειάσει με τον πλέον προκλητικό και προσβλητικό τρόπο την περίοδο Καραμάν Αλή της μεταπολίτευσης.
Στην πρώτη εκδήλωση, αυτή του κ. Μητσοτάκη, παραβρέθηκαν ο κ. Χαλβατζής εκ μέρους του ΚΚΕ και ο κ. Γλέζος εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι η πρώτη φορά που επίσημοι εκπρόσωποι της αριστεράς συναγελάζονται στα Ιδρύματα Μητσοτάκη και Καραμανλή με τους χειρότερους εκπροσώπους του κατεστημένου. Η τακτική αυτή άρχισε να εφαρμόζεται συστηματικά από την δεκαετία του ’90 και ιστορικά στελέχη της αριστεράς, Χ. Φλωράκης, Μ. Θεοδωράκης, Μ. Γλέζος και ηγετικά στελέχη της όπως Α. Αλαβάνος, δεν έχαναν πρόσκληση για πρόσκληση προκειμένου να βρεθούν δίπλα στον Μητσοτάκη, στον Καραμανλή, ή στους επιγόνους τους. Επίσημα μας έλεγαν ότι κάτι τέτοιο εξασφάλιζε τον ρόλο και την παρουσία του ΚΚΕ, αλλά και της αριστεράς στα πολιτικά πράγματα της χώρας, ως επίσημης δύναμης με την οποία το κατεστημένο είναι υποχρεωμένο να συνδιαλέγεται και όχι να την αντιμετωπίζει ως παρία. Και δώστου επίσημες δεξιώσεις με τους γλοιώδεις της επίσημης πολιτικής να εκθειάζουν τους αγώνες, το αίμα και τις θυσίες των παλιών αγωνιστών στο πρόσωπο π.χ. ενός Χαρίλαου. Και ποιοι τα εκθείαζαν όλα αυτά; Εκείνοι που δεν δίστασαν να λειτουργήσουν και να υπηρετήσουν ως δεσμοφύλακες αυτού του λαού και της χώρας τα πέτρινα χρόνια και βέβαια ως τοποτηρητές ξένων συμφερόντων.
Ας θυμηθούμε μόνο ότι ο Λεωνίδας Κύρκος λίγο πριν πεθάνει γιόρτασε δημόσια και για τελευταία φορά τα γενέθλιά του τον Ιανουάριο του 2010 υπό την προστασία και την «ευγενική χορηγία» του πιο γνωστού, μετά τον Κοσκωτά, επιχειρηματία βιτρίνα πολύ σκοτεινών διασυνδέσεων, του Λ. Λαυρεντιάδη μαζί με τους επιχειρηματίες Π. Κυριακίδη και Δ. Μελισσανίδη. Η πολιτική διαπλοκή στον απόγειό της. Εθνική ομοψυχία μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και στήριξη της κυβέρνησης του ΠαΣοΚ για να βγει η χώρα από την κρίση ζήτησε τότε ο Λεωνίδας Κύρκος σε παρέμβασή του. Στις 21.40 μετέβη στον χώρο του Ζαππείου και ο τότε πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, ο οποίος αντάλλαξε ευχές για το νέο έτος με τον οικοδεσπότη της εκδήλωσης. Ο Πρωθυπουργός εξήρε την αγωνιστικότητα του κ. Κύρκου, προσθέτοντας ότι παραμένει πάντα νέος. Εκεί παρενέβη ο βουλευτής του ΠαΣοΚ κ. Μίμης Ανδρουλάκης λέγοντας ότι η συνάντηση αυτή έγινε τελικά, αν και άργησε τουλάχιστον μία δεκαετία. Ο κ. Ανδρουλάκης από την εποχή που βρισκόταν στο ΚΚΕ είχε βγάλει όνομα ως κοινός προαγωγός του πολιτικού και ιδεολογικού εκμαυλισμού. Στο κλειστό δείπνο 45 προσωπικοτήτων από τον χώρο της πολιτικής, της τέχνης και της διανόησης το οποίο πραγματοποιήθηκε στην «Αίγλη» του Ζαππείου, παρόντος του πρωθυπουργού κ. Γ. Παπανδρέου, ο κ. Κύρκος τάχθηκε υπέρ της κατάργησης του ακαδημαϊκού ασύλου και της συστράτευσης όλων για την κοινωνική ειρήνη, εκφράζοντας, όπως είπε, «μια κραυγή για την περιφρούρηση της ομαλότητας».
Οι ευχές και οι αιτιάσεις του κ. Κύρκου, δυστυχώς για τον λαό μας, έγιναν πραγματικότητα. Κι έτσι σήμερα βλέπουμε στις Σκουριές Χαλκιδικής ειδικούς μισθοφόρους με βαρύ οπλισμό της «ελληνικής αστυνομίας» να παραβιάζουν το σχολικό άσυλο για να απαγάγουν εφήβους μαθητές, ενώ το σύνολο του ελληνικού λαού βιώνει μια απίστευτη κατοχή στην πατρίδα του με πρωταγωνιστές όλους εκείνους που είχαν ανταποκριθεί στην βεγγέρα Κύρκου στην Αίγλη. Εκεί παραβέθρηκαν, εκτός από την αφρόκρεμα της διαπλοκής επί κυβέρνησης Παπανδρέου και οι Κουβέλης, Λυκούδης, Χατζησωκράτης, που σήμερα λυσσομανούν εναντίον της χώρας και του λαού της στην τριμερή κυβέρνηση των δοσίλογων του κ. Σαμαρά. Μπορεί να υπάρξει πιο άθλια κατάληξη πολιτικού ηγέτη της αριστεράς απ’ αυτήν; Ίσως ο Τσίπρας να μας εκπλήξει και σ’ αυτό.
Από την πρώτη στιγμή εμείς οι νεότεροι δεν τα καταλαβαίναμε όλα αυτά. Πώς είναι δυνατόν να δίνεις το χέρι σου στα κατακάθια της επίσημης πολιτικής; Πώς είναι δυνατόν να δέχεσαι το πολιτικό γλείψιμο και τον εκθειασμό από έναν Μητσοτάκη; Πώς είναι δυνατόν να αποδέχεσαι την πρόστυχη ηρωοποίηση που σου έκαναν εκείνοι που γνωρίζεις πολύ καλά ότι έχουν θάψει την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό; Για εμάς του νεότερους, όλες αυτές οι βεγγέρες ήταν η αποκαθήλωση των βετεράνων που για μια φωτογραφία κι έναν ηρωικό επικήδειο, ήταν έτοιμοι να τα ξεχάσουν όλα. Ήταν η τελευταία αυταπάτη που τρέφαμε για την επίσημη αριστερά και γι’ αυτούς που ηγήθηκαν σ’ αυτήν. Αρκετοί από εμάς πολύ γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι αν δεν πετάξουμε από πάνω μας το «βρώμικο πουκάμισο», όπως χαρακτήριζε ο Λένιν τον μπολσεβικισμό τον Απρίλη του 1917, που μας είχαν φορέσει μηχανισμοί και ηγεσίες κομμάτων, δεν θα μπορούσαμε να ανακαλύψουμε το αληθινό απελευθερωτικό νόημα των ιστορικών καθηκόντων στα οποία είχαμε στρατευθεί. Δεν θα μπορούσαμε να υπηρετήσουμε τον καταπιεσμένο και χειμαζόμενο ελληνικό λαό, στον οποίο οφείλουμε πρώτα και κύρια την αφοσίωσή μας.
Είναι άσχετο το γεγονός ότι αυτής της πρακτικής είχε προηγηθεί η πολιτική «συνεύρεση» της αριστεράς με τους επιφανέστερους εκπροσώπους της επίσημης διαπλοκής σε κυβερνήσεις «ειδικού σκοπού», όπως ήταν η Κυβέρνηση Τζαννή Τζανετάκη του 1989 και «οικουμενικού» χαρακτήρα, όπως ήταν η Κυβέρνηση Ξενοφώντα Ζολώτα λίγους μήνες αργότερα; Κατά την προσωπική μου άποψη όχι. Και το ισχυρίζομαι με τα λόγου γνώσεως. Η «συνεύρεση» δημιούργησε υποχρεώσεις που κάθε άλλο παρά αφορούσαν σε κοινωνικές σχέσεις. Έχει αφήσει ανεκπλήρωτα γραμμάτια που οι ηγεσίες και των δυο κομμάτων της αριστεράς καλούνται να εξοφλούν μέχρι και σήμερα. Είναι το αντάλλαγμα για την επίσημη ένταξη της αριστεράς ως οργανικού τμήματος του πιο διεφθαρμένου, του πιο άθλιου πολιτικού συστήματος που ίσως γνώρισε η ιστορία αυτού του τόπου. Δηλαδή του πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης.
Κι έτσι στις 25 Φεβρουαρίου φέτος ο κ. Χαλαβτζής και ο κ. Γλέζος κάθονταν και άκουγαν τον κ. Μητσοτάκη να αναφέρει ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μην εφαρμόζει τον νόμο της δημοκρατίας. «Πάνω από όλα όμως πρέπει όλοι μας να σεβαστούμε τη δημοκρατική νομιμότητα. Είναι το ελάχιστο εθνικής συνεννόησης που αυτή την στιγμή επιβάλλουν οι θεσμοί και ο πόνος του ελληνικού λαού. Όσοι αγαπούν αυτό το λαό πρέπει να το καταλάβουν. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να μην εφαρμόζει το νόμο της Δημοκρατίας. Δεν είναι μόνο οι παράνομες απεργίες, οι βίαιες διαδηλώσεις, οι καταλήψεις και το κύμα των παράνομων μεταναστών που μετατρέπουν το κέντρο της Αθήνας σε γκέτο. Θανάσιμο πλήγμα για την οικονομία είναι η επίθεση μασκοφόρων στη Χαλκιδική αλλά και το σύνθημα “δεν πληρώνω”. Ακόμη και οι αγρότες, που δεν έχουν δώσει ακραία μορφή στις κινητοποιήσεις τους, βλάπτουν την εικόνα της χώρας σε μια κατεξοχήν ακατάλληλη στιγμή, που προσπαθούμε να αποκαταστήσουμε αξιοπιστία και εμπιστοσύνη» είπε ο πρώην πρωθυπουργός.
Ήταν τόσο προκλητικός ο κ. Μητσοτάκης που έφτασε στο σημείο να βγει από τα δεξιά και στην Χρυσή Αυγή. «Το πρωτόγνωρο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, σε μία χώρα που ποτέ ο φασισμός δεν έβγαλε ρίζες, είναι ένα φαινόμενο που δεν επιτρέπεται να υποτιμήσουμε. Είναι βέβαιο ότι –κατά μεγάλο μέρος- οφείλεται στην ασυδοσία της Αριστεράς, που επικρατούσε επί πολλά χρόνια. Αυτή έδωσε το κακό παράδειγμα της ασέβειας στο νόμο της Δημοκρατίας. Το 1990 δεν υπήρχε το πρόβλημα αυτό,» είπε ο πρώην πρωθυπουργός και συνέχισε: «Αντίθετα το ΚΚΕ και η άλλη αριστερά μετείχαν στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας και συνέπρατταν και σε αντιδημοτικές αποφάσεις που η σκληρή πραγματικότητα επέβαλλε. Η Οικουμενική κυβέρνηση, με συμμετοχή της Αριστεράς, έκλεισε τις προβληματικές και απέλυσε πάνω από 10.000 υπαλλήλους. Το ΚΚΕ, και ο ΣΥΡΙΖΑ, οι πάντες πρέπει να καταλάβουν. Η δημοκρατική νομιμότητα είναι μονόδρομος».
Καταλάβατε τι είπε ο Μητσοτάκης; Ότι έχουμε μια αριστερά σε πλήρη ασυδοσία, που καταπατά το νόμο της Δημοκρατίας και γι’ αυτό υπάρχει η Χρυσή Αυγή. Με άλλα λόγια ξεστόμισε αυτό που δεν τολμά να ξεστομίσει η ίδια η ναζιστική ηγεσία της Χρυσής Αυγής, ότι δηλαδή ο στόχος της είναι η αριστερά. Ούτε λίγο, ούτε πολύ ο κ. Μητσοτάκης έθεσε ανοιχτά το δίλλημα στις ηγεσίες της αριστεράς: Ή υποτάσσεστε στην δική μας νομιμότητα, ή σας θέτουμε εκτός νόμου. Ξέρει που μιλάει ο Μητσοτάκης. Γνωρίζει πολύ καλά σε ποιους μιλάει. Μιλά σε ηγεσίες γραφειοκρατών που εξαρτούν την επιβίωση την δική τους και του μηχανισμού τους από την κρατική επιδότηση, αλλά και από την συμμετοχή του στο κοινοβούλιο ως νομοταγείς δυνάμεις του πολιτικού συστήματος.
Γι’ αυτό άλλωστε ούτε ο κ. Χαλβατζής, ούτε ο κ. Γλέζος δεν αντέδρασαν ούτε στο ελάχιστο, όταν άκουσαν τα λόγια αυτά από τον Μητσοτάκη. Δεν σηκώθηκαν ούτε καν να αποχωρήσουν.
Δεν διαμαρτυρήθηκε κανένας ούτε καν για αυτό που είπε ο Μητσοτάκης: «Η Οικουμενική κυβέρνηση, με συμμετοχή της Αριστεράς, έκλεισε τις προβληματικές και απέλυσε πάνω από 10.000 υπαλλήλους.» Επίσημα δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Ή μήπως έτσι έγιναν; Μήπως η κυβέρνηση Μητσοτάκη που ακολούθησε την Οικουμενική και έκλεισε τις προβληματικές απολύοντας δεκάδες χιλιάδες κόσμο, υλοποιούσε συμφωνία παρασκηνίου όπου συμμετείχε και οι ηγεσίες ΚΚΕ και ενιαίου ΣΥΝ; Ίσως γι’ αυτό να μην άνοιξε ρουθούνι τότε, όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη ολοκληρώνοντας το έγκλημα του ΠΑΣΟΚ, έβαλε την ταφόπλακα στην ελληνική βιομηχανία της οποίας η αφρόκρεμα ήταν οι αποκαλούμενες «προβληματικές επιχειρήσεις».
Τώρα εκ μέρους ποιας δημοκρατίας εμφανίζεται να μιλά ο Μητσοτάκης, δεν το διευκρίνισε. Δεν χρειαζόταν. Ο κ. Μητσοτάκης υπηρέτησε όλα τα καθεστώτα από την εποχή της ναζιστικής κατοχής μέχρι σήμερα. Ένα δεν υπηρέτησε ποτέ. Την δημοκρατία σε οποιαδήποτε μορφή της.
Αυτό που ξεκίνησε με την εκδήλωση Μητσοτάκη ολοκλήρωσε ο κ. Τσίπρας με την εμφάνισή του στο Ίδρυμα Κ. Καραμανλή. Ως πολιτικό που κατόρθωσε μια σπάνια πολιτική και προσωπική υπέρβαση χαρακτήρισε τον Κωσταντίνο Καραμανλή ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας και εξήρε τη συνεισφορά του στη θεμελίωση της δημοκρατίας στην Ελλάδα μετά τη δικτατορία, μιλώντας στην εκδήλωση του Ιδρύματος Κ. Καραμανλής. Ο κ. Τσίπρας είπε ότι ο Κ. Καραμανλής ήταν ο πολιτικός εκείνος που κατάφερε μια σπάνια πολιτική και προσωπική υπέρβαση των ασφυκτικών ορίων που είχαν επιβάλει τόσο στη χώρα όσο και στην παράταξή του, ο εμφύλιος και οι ξένοι προστάτες. Το καθεστώς του διαχωρισμού των Ελλήνων σε εθνικόφρονες και μη. Τις πρακτικές των διωγμών, της αστυνομικής ασυδοσίας και της κατάστασης πολιορκίας, που χαρακτήριζαν την Ελλάδα μέχρι το 1974. Με αποκορύφωμα, βέβαια, την επτάχρονη δικτατορία. «Αυτήν την υπέρβαση οφείλουμε όλες οι πολιτικές δυνάμεις να τη διαφυλάξουμε και να μην λησμονούμε ότι ήταν ο ίδιος άνθρωπος που υπήρξε επί σειρά ετών το ισχυρό πρόσωπο ενός αυταρχικού καθεστώτος, που είχε οικοδομηθεί μέσα σε διεθνείς και εσωτερικές συνθήκες που όλοι γνωρίζουμε» είπε.
Για τον μεταπολιτευτικό Καραμανλή, ο κ. Τσίπρας είπε ότι κατάφερε να διευρύνει τα όρια της παράταξής του, αφουγκράστηκε τις νέες δημοκρατικές ανάγκες και κυρίως την ιστορική ανάγκη να οικοδομηθεί στη χώρα μια σταθερή δημοκρατική νομιμότητα, που θα προστατεύει τα στοιχειώδη δικαιώματα, θα περιορίζει στο ελάχιστο τους πολιτικούς διαχωρισμούς και θα διασφαλίζει την ομαλή εναλλαγή στην εξουσία. Από αυτή την άποψη, πρόσθεσε, δεν συνέβαλε μόνο αποφασιστικά να ξεπεραστούν πρακτικές και λογικές άλλων εποχών, που και ο ίδιος είχε υπηρετήσει και μάλιστα πρωταγωνιστικά. Αλλά ξεπέρασε με μια έννοια και τον ίδιο τον εαυτό του.
Η τοποθέτηση αυτή αποτελεί προσβολή όχι μόνο προς κάθε έντιμο αριστερό, αλλά και προς όλο τον ελληνικό λαό. Πάντα θεωρούσαμε τον κ. Τσίπρα τυπικό παράδειγμα κομματικού γραφειοκράτη, γέννημα-θρέμα του μηχανισμού, χωρίς ευαισθησίες, χωρίς στοιχειώδη πολιτική μόρφωση, χωρίς συγκρότηση και ηθικούς φραγμούς. Όπως ακριβώς θέλει τους ηγέτες της σήμερα η επίσημη αριστερά προκειμένου να επιβιώνει ως κρατικοδίαιτη πολιτική δύναμη σ’ έναν απόλυτα σάπιο και διεφθαρμένο κοινοβουλευτισμό, όπως τον βιώσαμε σ’ ολόκληρη την μεταπολίτευση.
Όμως αυτή την φορά ξεπέρασε κάθε όριο. Δεν φτάνει που συναγελάζεται με τους χειρότερους δωσίλογους που έβγαλε το πολιτικό προσωπικό αυτού του τόπου σ’ ολόκληρη την ιστορία του σε μια εποχή όπου η Ελλάδα και ο λαός της βασανίζεται από ένα αμείλικτο καθεστώς κατοχής που επιδιώκει τον αφανισμό τους. Δεν φτάνει που έχει μετατραπεί σε γιουσουφάκι Αμερικανών και Ευρωπαίων προκειμένου να πάρει το χρίσμα. Δεν φτάνει που οι προτάσεις του είναι αντιγραφή σχεδόν του «αντιμνημονιακού» Σαμαρά με το Ζάππειο Ι και ΙΙ. Δεν φτάνουν όλα αυτά, έπρεπε να δώσει εύσημα και στον «εθνάρχη» της μεταπολίτευσης, δηλαδή στον θεμελιωτή της σημερινής χρεοκοπίας. Κι έτσι να αποδείξει περίτρανα ότι ο πολιτικός αμοραλισμός του είναι ισάξιος όλων των άλλων κι επομένως είναι ικανός – στα μάτια των ξένων και ντόπιων προστατών – να διεκδικήσει μερίδιο από την διακυβέρνηση της χώρας.
Για ποια δημοκρατία κάνει λόγο ο κ. Τσίπρας; Για εθνική συμφιλίωση; Δεν γνωρίζει αυτός και οι άθλιοι επιτελείς του, ότι το καθεστώς του πολιτικού φακελώματος και των «κοινωνικών φρονημάτων» εξακολούθησε να λειτουργεί επί Καραμανλή για να καταργηθεί επί ΠΑΣΟΚ το 1981. Δεν γνωρίζει ότι ούτε οι δυνάμεις καταστολής, ούτε η δικαιοσύνη καθάρθηκε ποτέ από τους χουντικούς με αποτέλεσμα το καθεστώς βίας και τρομοκρατίας να συνεχίζεται εναντίον του ελληνικού λαού. Δεν γνωρίζει για τις αμέτρητες συλλήψεις και τους βασανισμούς στα κρατητήρια της ασφάλειας εκατοντάδων νέων παιδιών της μέσης εκπαίδευσης, γιατί με τις καταλήψεις τους στην δεκαετία του ’70 διεκδικούσαν καλύτερη παιδεία και αληθινά σχολεία; Δεν έμαθε καν για την εν ψυχρώ δολοφονία του Κουμή και της Κανελλοπούλου το 1980, που ο τότε δραπετεύσας στην Προεδρεία της Δημοκρατίας Κ. Καραμανλής δεν έχυσε καν κροκοδείλιο δάκρυ, όπως κάνει συχνά πυκνά ο σημερινός πρόεδρος;
Το ποιος ήταν και ποια μεταπολίτευση έφερε ο Κ. Καραμανλής ας αφήσουμε να μας το πει ο Παύλος Μπακογιάννης, στέλεχος τότε της ΝΔ και γαμπρός του Μητσοτάκη. Ο Μπακογιάννης στο βιβλίο του «Ανατομία της ελληνικής πολιτικής» (εκδ. Παπαζήση, 1977) σημείωνε ότι η μεταπολίτευση του 1974 όχι μόνο δεν έφερε στη χώρα την πραγματική δημοκρατία, αλλά άφησε αναλλοίωτες τις δομές του παρελθόντος, με αποτέλεσμα κάθε πισωγύρισμα να είναι δυνατό.
«Ο τρόπος που έγινε η μεταβίβαση της εξουσίας», διαβάζουμε στο συγκεκριμένο βιβλίο του Μπακογιάννη, «εμπεριείχε το στοιχείο του συμβιβασμού», πράγμα που «επηρέασε αποφασιστικά τις εξελίξεις που ακολούθησαν». Κατ” αρχάς, «εμπόδισε την ολοκληρωτική εκκαθάριση του μηχανισμού άσκησης της εξουσίας από τα φιλοδικτατορικά στοιχεία, με συνέπεια όχι μόνο να καθυστερήσει η εκδημοκράτιση, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις, δεν επέτρεψε να γίνει η αρχή για μια τέτοια εξέλιξη. Ο Κων. Καραμανλής απλά «πειθάρχησε» τις ένοπλες δυνάμεις, χωρίς να τις κάνει ακίνδυνες. Ο στρατός όχι μόνο δεν έχει εκδημοκρατιστεί, αλλά δεν άρχισε καν η διαδικασία εκδημοκράτισης… Με τον τρόπο που έγινε η παράδοση της εξουσίας και η εκλογή των δυνάμεων στις οποίες παραδόθηκε, δεν ξαναφάνηκαν στην πολιτική σκηνή μόνο τα γνωστά και πριν από την 21η Απριλίου 1967 πρόσωπα, αλλά πέρασαν άθικτες και οι δομές της παρακαπιταλιστικής κοινωνίας, που κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη και που, σε τελευταία ανάλυση, ήταν αυτές που παρήγαγαν το καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967… Αλλαγή έγινε μόνο στον τομέα των τυπικών μορφών άσκησης της εξουσίας, ενώ διατηρήθηκαν τα στεγανά και η διάσταση κράτους και κοινωνίας που χαρακτήριζαν τη μεταπολεμική ζωή του τόπου. Το σύστημα που εγκαθιδρύθηκε, ύστερα από την 24η Ιουλίου 1974, είναι ένα καθεστώς κρατικού πατερναλισμού, με κατοχυρωμένες τις νομικές δυνατότητες αυταρχικής του εξέλιξης, που ενισχύονται ακόμα περισσότερο, με τον τρόπο που ασκεί την εξουσία ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας».
Αυτό που ο Παύλος Μπακογιάννης χαρακτηρίζει δομές «παρακαπιταλιστικής» κοινωνίας και οικονομίας, αφορά σε μια κυβερνώσα πολιτική και οικονομική ολιγαρχία που το βασικό της μέλημα ήταν η λεηλασία του δημόσιου ταμείου και της χώρας. Αν τύχαινε κι αυτή η λεηλασία απαιτούσε και καμιά επένδυση, τότε γινόταν αφού εξασφάλιζαν παροχές, προνόμια και επιδοτήσεις άνευ προηγουμένου. Όλα βέβαια στο όνομα των επενδύσεων. Η οικονομική ολιγαρχία του τόπου, εκείνη δηλαδή που διέθετε τα «μέσα και τα έξω» με τις πολιτικές δυνάμεις και τις κυβερνήσεις, την περίοδο 1964-1968 – περίοδος έντονης βιομηχανικής δραστηριότητας – για κάθε 100 δραχμές που αντλούσαν ως ξένο κεφάλαιο για τις επιχειρήσεις τους με την μορφή χαριστικών δανείων και κάθε λογής επιδοτήσεων, έβαζαν οι ίδιοι άλλες 100 δραχμές. Την περίοδο 1969-1973 για κάθε 100 δραχμές που τους χάριζε η χούντα με θαλασσοδάνεια και επιδοτήσεις, οι ίδιοι έβαζαν άλλες 50 δραχμές. Ενώ την περίοδο 1974-1979 οι ίδιοι δεν έβαζαν ούτε δραχμή. Κι αυτό με βάση τα επίσημα εθνικολογιστικά στοιχεία.
Αυτή ήταν η περίφημη «σοσιαλμανία» των κυβερνήσεων Καραμανλή και με τον τρόπο αυτό γεννήθηκαν οι «προβληματικές» επιχειρήσεις, τις οποίες οι Αγγελόπουλοι, Φωστηρώπουλοι, Νιάρχοι, Κατσάμπες, Τσαούσογλου, Σκαλιστήριδες κοκ, λεηλάτησαν μέχρις τελευταίας δεκάρας, άρπαξαν τα θαλασσοδάνεια και τα δανεικά κι αγύριστα και εγκατέλειψαν επιχειρήσεις και εργαζόμενους στο έλεος των πιο άθλιων και διεφθαρμένων κυβερνήσεων της πολιτικής ζωής αυτού του τόπου. Δηλαδή των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης. Όλες όσες πέρασαν από τα κυβερνητικά έδρανα στην διάρκεια της μεταπολίτευσης είχαν επιβάλλει ομερτά για όλα αυτά.
Όταν η κυβέρνηση της ΝΔ κατέρρεε κανονικά από την λαϊκή οργή το 1981, πρόφτασε λίγο πριν ξεψυχήσει εκλογικά να περάσει έναν νόμο, τον 1116/’81 με βάση τον οποίο γινόταν προσπάθεια να συγκαλυφτεί η λεηλασία στις προβληματικές από τους επιχειρηματίες με θαλασσοδάνεια και επιδοτήσεις. Από τότε που ανέβηκε το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, υπήρχε πάνδημο αίτημα να εξυχνιαστεί το έγκλημα των προβληματικών και να διασωθούν οι επιχειρήσεις-αφρόκρεμα της ελληνικής βιομηχανίας και το πιο εξειδικευμένο βιομηχανικό προσωπικό που διέθετε η χώρα, αφού πρώτα δικαστούν οι καταχραστές του δημοσίου χρήματος και εκσυγχρονιστούν οι παραγωγικές μονάδες. Μετά από χρόνια κωλυσιεργιών, ήξεις-αφίξεις και υπόγειων συμφωνιών με τους ληστοσυμμορίτες των προβληματικών, βγαίνει το 1985 ο τότε υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας Π. Ρουμελιώτης και δηλώνει: «Η κυβέρνησή μας δε δίστασε να νομιμοποιήσει αυθαίρετες και παράνομες αποφάσεις του 1116/81», γιατί αν γινόταν ανάκληση των αποφάσεων, κάθονταν στο σκαμνί όσοι συμμετείχαν σ’ αυτές και δημοσιεύονταν τα στοιχεία, «θα προκαλούνταν σάλος στον επενδυτικό τομέα» (εφημερίδες, 17/5/1985) Έτσι την γλυτώνουν τα λαμόγια της μεταπολίτευσης από κυβέρνηση σε κυβέρνηση και εξασφαλίζεται η «συνέχεια του κράτους» που μας έχει οδηγήσει στην σημερινή κατάντια.
Φυσικά, τα τεράστια αυτά κονδύλια πληρώθηκαν από τον ελληνικό λαό με διαρκή λιτότητα και διογκωμένα χρέη. Η κυβέρνηση Καραμανλή της μεταπολίτευσης έβαλε χέρι στα αποθεματικά των ταμείων προκειμένου να δώσει τα θαλλασοδάνεια. Πάνω από 23 τρις δραχμές υπολογίζεται ότι καταχράστηκαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ στην δεκαετία του ‘70 από τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων προκειμένου η οικονομική ολιγαρχία να λεηλατήσει το σύμπαν. Την ίδια δουλειά συνέχισαν και οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Να γιατί κατέληξαν εκεί που κατέληξαν τα ασφαλιστικά ταμεία.
Αυτά δεν τα γνωρίζει ο κ. Τσίπρας και οι επιτελείς του; Ή μήπως η αριστερή οικογένειά του, που την επικαλέστηκε για να εξάρει την (ανύπαρκτη) δημοκρατικότητα της Καραμανλικής μεταπολίτευσης, δεν του τα είχε πει; Γιατί δεν του είπαν τα στελέχη του κόμματός του που τότε είχαν νιώσει στο πετσί τους το πόσο δημοκρατία υπήρχε επί Καραμανλή; Ας πούμε ο κ. Λαφαζάνης, ή ο κ. Γλέζος. Ή μήπως η προοπτική νομής της εξουσίας τους έχει μετατρέψει σε στρατιωτάκια ακούνητα κι αμίλητα; Δεν είναι η πρώτη φορά.
Βέβαια για τον ρόλο του Καραμανλή της μεταπολίτευσης στα εθνικά θέματα δεν θα ζητήσουμε από τον κ. Τσίπρα να τον γνωρίζει. Άλλωστε ο εν λόγω αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είναι πολίτης αυτής της χώρας, ούτε του καίγεται καρφί για την τύχη της Ελλάδας. Αισθάνεται και είναι Ευρωπαίος πολίτης και πάνω απ’ όλα πολίτης του κόσμου. Γιατί λοιπόν να νοιαστεί για το γεγονός ότι ο «εθνάρχης» Καραμανλής ήταν ένας από τους υπαίτιους για τον Αττίλα 2 της Κύπρου, που ολοκλήρωσε την κατοχή του 1/3 του νησιού; Γι’ αυτό άλλωστε και στο πάνδημο αίτημα του λαού σε Ελλάδα και Κύπρο να γίνει δίκη για το Κυπριακό, ο Καραμανλής πάντα απαντούσε αρνητικά. Ούτε καν τον φάκελο της κυπριακής τραγωδίας δεν θέλησε ποτέ ν’ ανοίξει. Όπως και το ΠΑΣΟΚ κατόπιν. Οι λόγοι είναι προφανείς.
Αυτό που τρόμαζε πάντα το κατεστημένο της χώρας από την εποχή της χούντας ήταν μήπως και η αριστερά ανακαλύψει το πατριωτικό της καθήκον απέναντι στον ελληνικό λαό και έτσι πρωταγωνιστήσει και πάλι στην ανάδειξη ενός νέου ΕΑΜ που θα ένωνε την μεγάλη πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων πάνω και πέρα από διαχωριστικές γραμμές και κομματικά καφενεία εναντίον του καθεστώτος προτεκτοράτου που επιβλήθηκε εκ νέου στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο.
Το επιβεβαιώνει ο Γεώργιος Ράλλης στις «Πολιτικές του Εκμυστηρεύσεις 1950-1989» (εκδόσεις Προσκήνιο, 1990): «Όταν τον Ιούλιο του 1967 με κάλεσε στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως ο τότε υπουργός Τοτόμης για να με απειλήσει, του είχα επισημάνει αυτό το έγκλημα των δικτατόρων. «Με τις ενέργειές σας διαβάλλετε και υπονομεύετε την παράταξή μας, χρησιμοποιώντας ως επί το πλείστον στελέχη μας σε κυβερνητικές θέσεις, κυρίως τη νεολαία μας. Με την πολιτική αυτή θα δημιουργήσετε ένα νέο ΕΑΜ». Το νέο ΕΑΜ δεν έγινε, αλλά χάσαμε σχεδόν το σύνολο της νεολαίας μας».
Στις δεκαετίες της μεταπολίτευσης το κατεστημένο και η ολιγαρχία της χώρας επένδυσαν σε ηγεσίες της αριστεράς που ήξεραν να βάζουν το κόμμα τους και την δική τους πολιτική μακροημέρευση πάνω από την ενότητα του ελληνικού λαού. Με το ΠΑΣΟΚ ξεγέλασαν την μεγάλη πλειοψηφία του λαού και πρόδωσαν τις προσδοκίες του για μια Ελλάδα της εθνικής ανεξαρτησίας, της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, για μια Ελλάδα που ν’ ανήκει στους Έλληνες, όπως έλεγαν τότε και εκμαύλισαν όσο δεν έπαιρνε πλατιά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Το αναπόδραστο αποτέλεσμα του συνόλου της μεταπολίτευσης ζούμε σήμερα υπό καθεστώς χρεοκοπίας, κατοχής και εκποίησης ολόκληρης της χώρας. Και τώρα που ξαναμπαίνει επιτακτικότερα όσο ποτέ η ανάγκη για μαχητική ενότητα του ελληνικού λαού, η ανάγκη να επιτελέσει ο λαός το πατριωτικό του καθήκον απέναντι στην ντόπια και ξένη απειλή των δυνάμεων που έχουν θέσει υπό κατοχή την πατρίδα του, επιστρατεύουν για μια ακόμη φορά τις ηγεσίες της αριστεράς για να πουλήσουν τον αγώνα του, να ξεφτιλίσουν τα οράματά του, να διχάσουν τον ίδιο τον λαό. Ή ο λαός θα ξεβράσει το ταχύτερο δυνατό την επίσημη αριστερά μαζί με τους υπόλοιπους δοσίλογους, ή για μια ακόμη φορά θα κατορθώσουν να μας οδηγήσουν σε εμφύλια διαίρεση προκειμένου να επικρατήσουν τα πιο άνομα ντόπια και ξένα συμφέροντα σε μια Ελλάδα, η οποία θα μοιάζει πλέον με κρανίου τόπο.
Δημοσιεύτηκε στο Χωνί, 10/3/2013