Η νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, έμεινε για πάντα βαθιά χαραγμένη στη μνήμη όλων των Ελλήνων, που έμεναν τότε στην Κωνσταντινούπολη.
Εκείνη τη νύχτα, βίαιος τουρκικός όχλος, με επικεφαλής φανατικούς φοιτητές και με την ανοχή των τουρκικών αρχών..., έσπειρε τον τρόμο στους 100.000 ομογενείς της Κωνσταντινούπολης.
Τούρκος συγγραφέας, γράφοντας για τα Σεπτεμβριανά σε εφημερίδα, κατέληγε: «Η νύχτα εκείνη έμοιαζε με εκείνη του Αγίου Βαρθολομαίου.
Η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου είχε αρχίσει με εντολή του Καρόλου ΙΧ. Η νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου είχε αρχίσει με το πρόσταγμα του δημοκρατικού κόμματος.
Στόχος της λεηλασίας ήταν οι Ρωμιοί της Πόλης». Σπίτια, καταστήματα, εργοστάσια, ξενοδοχεία, κοινοτικά ιδρύματα, ναοί, μοναστήρια, ακόμα και τάφοι, καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν.
Ο εικονιζόμενος στη φωτογραφία είχε επιπλοποιείο σε κεντρικό δρόμο στην πλατεία Ταξίμ. Όταν ο τουρκικός όχλος ξεχύθηκε στους δρόμους, ήταν ακόμη στο μαγαζί του.
Πίστεψε ότι δεν θα βγεί ζωντανός. Πριν φτάσουν οι Τούρκοι, κατάφερε και έφυγε, αφήνοντας το μαγαζί ξεκλείδωτο και το τρανζίστορ ανοιχτό.
Οι Τούρκοι έσπαγαν όποιο μαγαζί ήταν ελληνικό. Ακριβώς πάνω από το δικό του υπήρχε το οδοντιατρείο ενός Τούρκου.
Μέσα στις ταραχές και τις λεηλασίες, η πινακίδα του ιατρείου ξεκόλλησε, έπεσε και κάλυψε την επιγραφή της ελληνικής επιχείρησης.
Τη στιγμή που το οργισμένο πλήθος έφτασε έξω από το επιπλοποιείο, με τα ρόπαλα ανά χείρας, μια Τουρκάλα που ο γιος της μάθαινε την τέχνη πλάι στον Έλληνα επιπλοποιό, φώναξε: «Το μαγαζί είναι τούρκικο» και τους έδιωξε. Την επόμενη ημέρα, μπορούσε κανείςα να δει όλα τα μαγαζιά των Ελλήνων σπασμένα, εκτός από ένα.
Ήταν το επιπλοποιείο του Μισέλ Ασημακόπουλου, Έλληνα ομογενούς, που ζούσε μέχρι τότε ευτυχισμένος με τη δεύτερη γυναίκα του, τη Τριανταφυλλιά Μαυροφρύδη.
Κι όμως, εκείνο το βράδυ θα ήταν γεμάτο εκπλήξεις για τον Μισέλ. Όταν έφτασε, με το τελευταίο πλοίο, στο σπίτι του στην Πρίγκηπο, λίγο έλειψε να πέσει θύμα από την ίδια του τη γυναίκα, η οποία βρισκόταν πίσω από την πόρτα και κρατώντας ένα σκεπάρνι, ήταν έτοιμη να επιτεθεί στους Τούρκους εισβολείς.
Δέκα χρόνια αργότερα σχεδόν, το 1964, ο Μισέλ και η Φιλίτσα, μαζί με την εξάχρονη κόρη τους, Δημητρούλα και δεκάδες χιλιάδες Έλληνες, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το μέρος που μεγάλωσαν, που πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια, που έκαναν όνειρα και τα είδαν να πραγματοποιούνται, για να αρχίσουν από το μηδέν στην άλλη τους πατρίδα, την Ελλάδα.
Πίσω τους άφησαν ένα επιπλοποιείο, έναν φούρνο στην Πρίγκηπο, που ξεπουλούσε από τις 10 το πρωί, το σπίτι τους και ένα κομμάτι από την ψυχή τους.
Όπως όμως φαίνεται και στη φωτογραφία, οι παππούδες μου πήραν μαζί τους τη δίψα τους για ζωή, το πείσμα τους και το χαμόγελό τους.
Δημήτρης Γκόλιας