Ο κίνδυνος εγκεφαλικού είναι πολύ μεγαλύτερος στους ανθρώπους που πάσχουν από αϋπνία, σε σχέση με όσους δεν έχουν προβλήματα ύπνου, σύμφωνα με μια νέα ταϊβανέζικη επιστημονική έρευνα...
Ο κίνδυνος είναι ακόμη μεγαλύτερος για όσους δυσκολεύονται να κοιμηθούν, ήδη από τη νεανική ηλικία τους - κάτι για το οποίο ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η σύγχρονη τεχνολογία.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την επίκουρη καθηγήτρια Για-Γουέν Χσου του Πανεπιστημίου Φαρμακευτικής και Επιστήμης Τσία Ναν και του Ιατρικού Κέντρου Τσι-Μέι, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό του αμερικανικού Καρδιολογικού Συλλόγου "Stroke' (Εγκεφαλικό), μελέτησαν τυχαία επιλεγμένα ιατρικά ιστορικά, άνω των 21.000 ατόμων που έπασχαν από αϋπνία, καθώς και 64.000 ανθρώπων που δεν είχαν τέτοιο πρόβλημα.
Η μελέτη έδειξε ότι η αϋπνία αύξανε την πιθανότητα εισαγωγής σε νοσοκομείο λόγω εγκεφαλικού κατά 54%, μέσα σε μία περίοδο τεσσάρων ετών. Η πιθανότητα εγκεφαλικού ήταν οκταπλάσια μεταξύ όσων είχαν διαγνωστεί με αϋπνία σε ηλικία 18 έως 34 ετών, ενώ μετά την ηλικία των 35 ετών ο σχετικός κίνδυνος βαθμιαία μειωνόταν. Επίσης, ο διαβήτης, αν συνυπάρχει, διαπιστώθηκε ότι αυξάνει περαιτέρω τον κίνδυνο εγκεφαλικού σε όσους πάσχουν από αϋπνία.
«Συνιστούμε ανεπιφύλακτα σε όσους έχουν χρόνια αϋπνία, ιδίως τους νεότερους, να επισκεφτούν κάποιο γιατρό για να αξιολογήσουν τους παράγοντες κινδύνου για εγκεφαλικό» δήλωσε η Χσου.
«Τα ευρήματά μας επίσης δείχνουν πόσο σημαντικό από κλινική άποψη είναι να γίνεται έλεγχος για τυχόν προβλήματα αϋπνίας στις νεότερες ηλικίες, ώστε να θεραπευτεί έγκαιρα το πρόβλημα είτε με φάρμακα, είτε με ψυχολογικές παρεμβάσεις» είπε και πρόσθεσε ότι «οι άνθρωποι πρέπει να πάψουν να θεωρούν την αϋπνία σαν μια δύσκολη αλλά άκακη κατάσταση, που δεν συνεπάγεται σοβαρούς κινδύνους για την υγεία».
Αϋπνία έχει κανείς, όταν δυσκολεύεται είτε να αποκοιμηθεί, είτε να μείνει κοιμισμένος για αρκετές ώρες, ενώ χρόνια θεωρείται η αϋπνία, όταν διαρκεί έναν έως έξι μήνες. Ο βιολογικός μηχανισμός που συνδέει την αϋπνία με το εγκεφαλικό δεν έχει ακόμη κατανοηθεί πλήρως από τους επιστήμονες.
Ως πιθανότερη εξήγηση θεωρείται ότι η χρόνια έλλειψη ύπνου επιβαρύνει την καρδιαγγειακή υγεία, προκαλώντας συστηματική φλεγμονή, μεταβολική διαταραχή (μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη), αυξημένη αρτηριακή πίεση κ.α. Η κακή διατροφή, η μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ, το κάπνισμα, το άγχος και άλλοι παράγοντες μπορούν να επιδεινώσουν την αϋπνία.
Το πρόβλημα της αϋπνίας επιδεινώνεται συνεχώς σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πιο πρόσφατη μελέτη έγινε στη Βρετανία από τον καθηγητή Ρίτσαρντ Γουάιζμαν του Πανεπιστημίου του Χέρτφορντσιρ, η οποία έδειξε ότι έξι στους δέκα Βρετανούς (ποσοστό 59%) δεν κοιμούνται καλά (λιγότερο από επτά ώρες κάθε νύχτα) και μόνο ένας στους δέκα (10%) δηλώνει ότι κοιμάται ωραία βλέποντας ευχάριστα όνειρα.
Το 78% των ανθρώπων (και το 91% των νέων ηλικίας 18 έως 24 ετών) εκτίθεται τα βράδια, λίγο πριν πάνε για ύπνο, στην ακτινοβολία των οθονών των υπολογιστών και των «έξυπνων» κινητών τηλεφώνων, πράγμα που τους δυσκολεύει να αποκοιμηθούν, επειδή το γαλάζιο φως που εκπέμπεται από αυτές τις ηλεκτρονικές συσκευές, καταστέλλει την παραγωγή της ορμόνης μελατονίνης, η οποία βοηθά τον ύπνο.
Όπως είπε ο Γουάιζμαν, ύπνος συστηματικά λιγότερος από επτά ώρες το βράδυ αυξάνει τον κίνδυνο για παχυσαρκία, έμφραγμα, εγκεφαλικό, διαβήτη, καρκίνο και άλλες παθήσεις.