Η ΧΑΠ είναι μία συχνή νόσος που περιλαμβάνει τη χρόνια βρογχίτιδα και το πνευμονικό εμφύσημα και χαρακτηρίζεται από μόνιμο περιορισμό της ροής του αέρα.... Η νόσος είναι προοδευτικά επιδεινούμενη και συνοδεύεται από χρόνια φλεγμονώδη απάντηση των αεραγωγών σε τοξικά σωματίδια ή αέρια.
Το 90% περίπου των ασθενών με ΧΑΠ είναι νυν ή πρώην καπνιστές. Άλλα αίτια ΧΑΠ αποτελούν το παθητικό κάπνισμα, η ρύπανση κυρίως από καύση ξύλων, η ατμοσφαιρική ρύπανση, και κάποια επαγγέλματα. Από το συνολικό αριθμό των καπνιστών προσβάλλεται από τη νόσο το 15%.
Η κύρια κλινική έκφανση της ΧΑΠ είναι η χρόνια βρογχίτιδα, η οποία χαρακτηρίζεται από βήχα με απόχρεμψη τις περισσότερες ημέρες για 3 τουλάχιστον συνεχείς μήνες το χρόνο, για τουλάχιστον δύο συνεχή χρόνια, ενώ έχουν αποκλεισθεί άλλες ασθένειες που προκαλούν τα ίδια συμπτώματα.
Το πνευμονικό εμφύσημα ανήκει και αυτό στη ΧΑΠ, με κύρια χαρακτηριστικά τη μόνιμη διάταση και καταστροφή του πνευμονικού παρεγχύματος πέραν των τελικών βρογχιολίων.
Σήμερα η ΧΑΠ απότελεί την 4η-5η αιτία θανάτων παγκοσμίως με ανοδικές τάσεις προς την 3η θέση μέχρι το 2020. Υπολογίζεται ότι ετησίως πεθαίνουν 3 εκ. άνθρωποι, ενώ το κόστος αντιμετώπισης είναι πολύ υψηλό καθώς στην Ευρώπη ανέρχεται σε 40 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Η κλινική εικόνα των ασθενών με ΧΑΠ ποικίλλει ανάλογα με το στάδιο , καθώς στα αρχικά στάδια τα συμπτώματα συχνά αγνοούνται ή υποεκτιμώνται.
Ο ασθενής παρουσιάζει βήχα με απόχρεμψη, ενώ η δύσπνοια αρχικά στην κόπωση και στη συνέχεια στην ηρεμία , γίνεται το πλέον βασανιστικό σύμπτωμα των ασθενών
.Καθώς προχωρά η νόσος , παρατηρείται κόπωση, πνευμονική υπέρταση, υποξαιμία με ή χωρίς υπερκαπνία, μυοπάθεια, απώλεια βάρους, ενώ στα τελικά στάδια ο θώρακας αλλάζει το σχήμα του (πυθοειδής θώρακας) και παρατηρούνται χειλιακή αναπνοή, κυάνωση, πολυερυθραιμία, κοιλιοκήλη, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, στυτική δυσλειτουργία, κατάθλιψη και κοινωνική απομόνωση, καθώς οι ασθενείς περιορίζονται σπίτι τους.
Η διάγνωση γίνεται με την σπιρομέτρηση, η αποτελεί την πλέον αξιόπιστη μέθοδο εκτίμησης της πνευμονικής λειτουργίας , ενώ η ακτινογραφία κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να αποκλείσει άλλα πιθανά νοσήματα με παρόμοια συμπτώματα.
Η σπιρομέτρηση θα αποδώσει τον ρυθμό μείωσης της FEV1, ο οποίος είναι διπλάσιος στους καπνιστές από τούς μη καπνιστές.
Οι ασθενείς με ΧΑΠ ταλαιπωρούνται σε όλη τη διαδρομή της νόσου από επεισόδια επιδείνωσης της καθημερινής τους κατάστασης που καλούνται παροξύνσεις. Η πλειοψηφία των ασθενών εμφανίζει 1-3 επεισόδια παροξύνσεων, με αύξηση της δύσπνοιας ή του βήχα, καθώς και αύξηση της ποσότητας των πτυέλων με μεταβολή του χρώματός των (κιτρινωπά, πράσινα).
Το συχνότερο αίτιο παρόξυνσης της ΧΑΠ αποτελούν οι λοιμώξεις από μικρόβια ή ιούς (50-70%), ενώ άλλα αίτια αποτελούν οι περιβαλλοντικοί ρύποι (10%), η ανεπαρκής θεραπεία ή διακοπή της θεραπείας της ΧΑΠ, ανεπαρκής οξυγονοθεραπεία, η καρδιακή ανεπάρκεια και η λήψη ηρεμιστικών.
Η εμφάνιση των παροξύνσεων είναι εποχική με διακυμάνσεις κυρίως το φθινόπωρο και το χειμώνα.
Η διενέργεια εμβολίων σε ασθενείς με ΧΑΠ κρίνεται απαραίτητη καθώς φαίνεται ότι μειώνει τις παροξύνσεις, την ανάγκη για νοσηλεία και τελικά τη θνητότητα.
Το αντιγριπικό εμβόλιο επιβάλλεται και καλύτερα να γίνεται δυο φορές τον χρόνο (φθινόπωρο και άνοιξη), ενώ το εμβόλιο κατά του πνευμονιοκόκκου συνιστάται γενικότερα.
Η θεραπεία της ΧΑΠ έγκειται αρχικά στη διακοπή του καπνίσματος, η οποία αναχαιτίζει το ρυθμό της μελλοντικής μείωσης της FEV1 χωρίς όμως να αναστρέφει σημαντικά την ήδη εγκατεστημένη απώλεια της αναπνευστικής λειτουργίας. Η διακοπή του καπνίσματος ωφελεί την αναπνευστική λειτουργία σε όλες τις ηλικίες, ακόμα και τους ηλικιωμένους.
Η φαρμακολογική θεραπεία της ΧΑΠ περιλαμβάνει τα εισπνεόμενα βρογχοδιασταλτικά (β2-διεγέρτες και αντιχολινεργικά), τα εισπνεόμενα γλυκοκορτικοειδή, τη θεοφυλλίνη, τους αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης 4 και, πρόσφατα, τις στατίνες με αμφιλεγόμενο αποτέλεσμα.
Η οξυγονοθεραπεία κρίνεται επιβεβλημένη στη σοβαρή και πολύ σοβαρή νόσο.
Η νόσος σπάνια αντιμετωπίζεται χειρουργικά με επεμβάσεις μειώσεως πνευμονικού όγκου και σε επιλεγμένες περιπτώσεις με μεταμόσχευση πνευμόνων.
Τέλος , η πνευμονική αποκατάσταση πρέπει να εφαρμόζεται σε όλους τους ασθενείς με ΧΑΠ από τα αρχικά ακόμη στάδια της νόσου καθώς τα οφέλη της είναι πολλαπλά και αφορούν την ενημέρωση και εκπαίδευση των ασθενών για τη νόσο τους, ψυχολογική υποστήριξη, διατροφικές παρεμβάσεις για αύξηση της μυϊκής μάζας, αναπνευστική φυσιοθεραπεία και σωματική άσκηση.
Ο πνευμονολόγος πρέπει να αναθεωρήσει τον τρόπο που σκέπτεται για τους ασθενείς με ΧΑΠ καθώς πρόκειται για μία σύνθετη νόσο με πολλές παραμέτρους και θα πρέπει πλέον να λαμβάνει υπόψιν τα συμπτώματα του ασθενή εξατομικευμένα (κάθε ασθενής είναι διαφορετικός), ανακουφίζοντάς τον.
Η κάθε νέα παρόξυνση είναι καθοριστική για την πορεία της νόσου και τον ασθενή και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται άμεσα
Θα πρέπει να προτείνει αποκατάσταση και μακρά μέγιστη βρογχοδιασταλτική θεραπεία ενώ θα πρέπει να εκπαιδεύει τον ασθενή του στις αναπνευστικές συσκευές που χρησιμοποιεί.
Ο ρόλος του ειδικού πνευμονολόγου τόσο στη διάγνωση όσο και στη θεραπεία και παρακολούθηση της νόσου είναι καθοριστικός για την καλύτερη αντιμετώπιση των ασθενών με ΧΑΠ, καθώς είναι και ο μόνος ο οποίος μπορεί να διενεργήσει και να αξιολογήσει σωστά τη σπιρομέτρηση , να κάνει διακοπή καπνίσματος και να καθοδηγήσει με σωστό τρόπο τους ασθενείς του.